- πολύδροσος
- Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 380 μ.), στην πρώην επαρχία Παρνασσίδας, του νομού Φωκίδας, στην περιοχή όπου βρίσκεται κι άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Άνω Πολύδροσος (υψόμ. 770 μ.).
* * *-η, -ο / πολύδροσος, -ον, ΝΜΑπολύ δροσερός («ῥαῖνε λάγυνε πολύδροσον ἰκμάδα Βάκχου», Ποσείδ.)νεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο πολύδροσοςζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + δρόσος, ἡ (πρβλ. εύ-δροσος)].
Dictionary of Greek. 2013.